COLONOS

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013

Tρούμπα: Σήκωσε (ξανά) τα κόκκινα φανάρια

 H πιο αμαρτωλή περιοχή του Λεκανοπεδίου και μιλά με νοσταλγούς και ναύτες για την αληθινή ένταση, τα περιστατικά και τους ήρωες εκείνου του λάγνου γκέτο, που τώρα φυτοζωεί.

Όταν έφτανε στον Πειραιά o στόλος, μόνο καμπάνες δεν χτύπαγαν. Τα κορίτσια πολλαπλασιαζόντουσαν από 500 σε 3.000, αφού έφταναν στην Τρούμπα καμαριέρες, υπηρέτριες και νεαρές από την επαρχία που ήξεραν πως σε δύο ημέρες θα βγάλουν όσα θα έβγαζαν δουλεύοντας δύο μήνες.  
Ό,τι γινόταν στην Τρούμπα, έμενε εκεί. Άλλωστε, ενώ υπάρχουν πολλές ιστορίες, το φωτογραφικό υλικό είναι ελάχιστο. Με τη σημαντική βοήθεια του Βασίλη Πισιμίση, που μας παραχώρησε ευγενικά και τις φωτογραφίες, πάμε να σηκώσουμε ξανά τα κόκκινα φανάρια.

Τοποθεσία

Κανείς δεν είναι σίγουρος από πού προήλθε η λέξη Τρούμπα. Ορισμένοι πιστεύουν πως είναι μια παραλλαγή της τρόμπας των πηγαδιών. Άλλοι πως βγαίνει από τον τρόπο που αποκαλούσαν οι Μικρασιάτες τα καράβια που τους προμήθευαν με νερό ή επειδή απλώς σε εκείνο το σημείο του λιμανιού άραζαν τα πλοία που ήταν υπεύθυνα για τον ανεφοδιασμό των νησιών με νερό.

 Τα πρώτα ελεγμένα από το κράτος πορνεία άνοιξαν στα Βούρλα του Πειραιά, πολύ κοντά στην Τρούμπα. Αν και η πρώτη αναφορά σε οίκο ανοχής στην περιοχή του Πειραιά εμφανίζεται το 1840, τα Βούρλα θα εξυπηρετούν τον ανδρικό πληθυσμό μέχρι να έρθουν οι Γερμανοί και να τα μετατρέψουν σε φυλακές. Μετά την Κατοχή θα παραμείνουν φυλακές, αυτήν τη φορά για πολιτικούς κρατουμένους. Το 1955 εκεί έγινε η μεγάλη απόδραση, κατά την οποία διάφοροι κρατούμενοι έσκαψαν ένα τούνελ κάτω από την οδό Δοϊράνης. Έτσι, τα «σπίτια» και τα καμπαρέ μεταφέρονται στην Τρούμπα. Τα καμπαρέ βρήκαν ζεστασιά στην οδό Φίλωνος και τα σπίτια στη Νοταρά. Ουσιαστικά, η καρδιά της Τρούμπας ήταν, εκτός από τη Φίλωνος και τη Νοταρά, η οδός Σκουζέ και η Δευτέρας Μεραρχίας, έβρισκες όμως κέντρα και ξενοδοχεία από τον Άγιο Σπυρίδωνα μέχρι τον Άγιο Νικόλαο. Φημισμένο ήταν επίσης και το Γιαχνί Σοκάκι, όπου ήταν τα καφενεία. «Γιαχνί» ονομαζόταν γιατί μύριζαν τα μαγειρευτά φαγητά αλλά και τα χασίσια. Εκεί γινόταν το εμπόριο κι έβρισκες κυρίως χασίς που προμηθευόντουσαν οι καφετζήδες από άλλες περιοχές ή τους τα πήγαιναν εκεί, τυλιγμένα μέσα σε εφημερίδες, οι «παραγωγοί» από την επαρχία.

Μια μέρα στην Τρούμπα τη δεκαετία του ’60

Ο Βασίλης Πισιμίσης είναι ο άνθρωπος στον οποίο απευθύνονται όσοι θέλουν να μάθουν για την Τρούμπα. Είναι επιχειρηματίας από το Κερατσίνι και παθιασμένος συλλέκτης, που το 2010 εξέδωσε το βιβλίο Βούρλα - Τρούμπα, Μια περιήγηση στον χώρο του υποκόσμου και της πορνείας του Πειραιά. Περιγράφει για τη LifΟ μια τυπική μέρα στην Τρούμπα τη δεκαετία του ’60. «Το πρωί πέρναγαν οι σκουπιδιαραίοι και μάζευαν ό,τι παράταιρο είχε αφήσει η νύχτα. Μετά ερχόντουσαν οι διάφοροι εργαζόμενοι στις ναυτιλιακές εταιρείες, οι εστιάτορες και οι μαγαζάτορες. Πολλά από τα καταστήματα της περιοχής πουλούσαν ρούχα που είχαν ξεμείνει από την ΟΥΝΡΑ (αμερικάνικη βοήθεια με μεταχειρισμένα ρούχα - η ΟΥΝΡΑ αργότερα μετονομάστηκε σε Αμερικάνικη Αγορά). Τα “σπίτια” ήταν ανοιχτά από τις δέκα το πρωί μέχρι τις δέκα το βράδυ. Μετά από εκείνη την ώρα όποιος επιθυμούσε να βρει αγοραίο έρωτα θα πήγαινε στα ξενοδοχεία που τα λειτουργούσαν κοπέλες ή με αυτές που έκαναν πεζοδρόμιο, τις “καλντεριμιτζούδες”, όπως τις έλεγαν στην αργκό της Τρούμπας. Τα μπαρ άνοιγαν περίπου στις επτά, τα καμπαρέ ξεκίναγαν το πρόγραμμά τους στις έντεκα τη νύχτα και έμεναν ανοιχτά μέχρι τις 4-5 το πρωί. Η Τρούμπα τα συνδύαζε όλα και δεν ήταν κάτι το μεμπτό. Σε όλα τα λιμάνια ο ανδρικός πληθυσμός υπερτερούσε και κάπου έπρεπε να ξεθυμάνει».

 «Στην Τρούμπα επικρατεί ανεξιθρησκεία. Εντός των τειχών της άγιοι και δαίμονες πάνε παρέα. Όλες οι φυλές και οι θρησκείες του κόσμου είναι εδώ. Λεγεώνες, φάλαγγες, ορδές, λεφούσια λευκοί, ξανθοί, ασπρουλιάρηδες, κοκκινοτρίχηδες, σκούροι, πιο σκούροι, μαύροι, κακαράπηδες, κίτρινοι, κιτρινόμαυροι, κοκκινωποί, πατζαρομούρηδες, ντερέκια, σχιστομάτηδες, σκερβελέδες, κακομούτσουνοι, χαμαντράκια, ομορφόπαιδα, ντροπαλοί, πονηρεμένοι, μπερμπάντηδες, πίτουρες, χάχες, σκυλόμαγκες, μοσχόμαγκες, ναύτες, φαντάρια, αεροπόροι, ναυτικοί, μαθητές, αλάνια, τσογλάνια, νταβάδες, λεμέδες, λαθρέμποροι, πρεζάκια, πουστρόνια, αρπάχτρες, επαρχιώτες, αδέσποτα, μπατίρια, σοβαροί κι ελαφρόμυαλοι στριμώχνονται και ανακατεύονται σε χρωματιστά φώτα και φωτεινές επιγραφές που αναβοσβήνουν, μουσικές, κορίτσια, φωνές, γέλια, παρέες, τρεξίματα, σπρωξίματα, βρισίδια, αγκαλιές, τσακωμοί, παζάρια, τράμπες, αλισβερίσια στο πόδι, κράχτες, γυμνές φωτογραφίες πλάι στις πόρτες των καμπαρέ και η αρτίστα ζωντανή να σου γνέφει από μέσα, κορίτσια που σε φωνάζουν από πόρτες και παράθυρα σπιτιών, σου στέλνουν φιλιά, σε αρπάζουν αγκαζέ στο πεζοδρόμιο».

Κοπέλες για «σπίτι»

Οι οίκοι ανοχής δούλευαν δέκα το πρωί με δέκα το βράδυ. Στη χρυσή εποχή ήταν όλες Ελληνίδες κι έμεναν είκοσι-εικοσιπέντε σε κάθε σπίτι. Όλες με ψευδώνυμο. Το 1956, με νόμο της κυβέρνησης Καραμανλή, υποχρεώθηκαν να μένουν δύο ανά σπίτι. Έτσι, οι 550 δηλωμένες περίπου κοπέλες μοιράστηκαν σε 270 σπίτια. Το ενοίκιο ήταν 150 δραχμές την ημέρα και η μέση ταρίφα έφτανε τις 27 δραχμές. Αν δεν μπορούσες να πιάσεις τις 100-120 βίζιτες την ημέρα, σε κατέτασσαν στην κατηγορία της γριάς. Δύο δραχμές έπαιρνε η υπηρεσία (αγαπητικοί, γριές ιερόδουλες ή ομοφυλόφιλοι) και τα υπόλοιπα τα μοιραζόταν με την πατρόνα. Τα κορίτσια κατέληγαν εκεί αφού συνήθως δεν έβρισκαν άλλη δουλειά ή τις έσπρωχνε ο αγαπητικός ή κάποιος μακρινός συγγενής τους. Οι περισσότερες ήταν θρήσκες, ένιωθαν την ντροπή, αλλά, όπως είπε στον Βασίλη Πισιμίση μια ζώσα 82χρονη ιερόδουλη, «είμαστε βρόμικες στο σώμα, αλλά καθαρές στην ψυχή». Δύο φορές την εβδομάδα πέρναγαν από ιατρικές εξετάσεις και αυτό εξασφάλιζε υψηλή ποιότητα όσον αφορά την υγεία. Τότε δεν υπήρχε AIDS, αλλά βλεννόρροια και σύφιλη. «Ταλαιπωρία» για τις κοπέλες που δούλευαν κυρίως στον δρόμο ή κρυφά σε ξενοδοχεία αποτελούσε το Ηθών. Την πρώτη φορά που τις έπιανε περιοριζόταν σε κάποια ηθικοπλαστική παρατήρηση, τη δεύτερη σε σκληρότερη σύσταση και την τρίτη τις ανάγκαζε να δηλωθούν, πράγμα που σήμαινε ότι κάποιος θα μπορούσε να μάθει οποιαδήποτε στιγμή το πραγματικό τους όνομα αλλά και τον τόπο καταγωγής τους. Τα «σπίτια» έκλεισαν οριστικά το 1968 από τον χουντικό δήμαρχο του Πειραιά Σκυλίτση. Οι περισσότερες κοπέλες τότε έφυγαν για την Αθήνα ή το εξωτερικό.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΔΩ ΠΗΓΗ
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου